σταυραδέρφι

σταυραδέρφι
kan kardeşi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταυραδέρφι — το και σταυραδερφός, ο θετός αδερφός, αυτός που έγινε αδερφός με αδελφοποιία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφοποιτός — αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ. ή αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”